- ρετουσάρισμα
- το, Ν1. επεξεργασία φωτογραφικής πλάκας ή φωτογραφικού φιλμ για απάλειψη ατελειών2. επεξεργασία εικόνας, καλλιτεχνικού, λογοτεχνικού ή οποιουδήποτε άλλου έργου για καλύτερη εμφάνισή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ρετουσάρω κατά τα ουδ. σε -ισμα (πρβλ. παρκάρ-ισμα)].
Dictionary of Greek. 2013.